αρτηρία

αρτηρία
Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος, ότι οι α. περιείχαν αέρα, επειδή στο πτώμα παρουσιάζονται άδειες και χαίνουσες. Οι α. παίρνουν το αρτηριακό αίμα, δηλαδή το οξυγονωμένο, από την καρδιά και το μεταφέρουν σε όλο το σώμα· εξαίρεση αποτελούν οι πνευμονικές α., που μεταφέρουν από την καρδιά στους πνεύμονες φλεβικό αίμα (βλ. λ. κυκλοφορικό σύστημα). Στη μεγάλη κυκλοφορία αποτελούν σύστημα αγωγών που ξεκινώντας από έναν μεγάλο συλλεκτήριο αγωγό (αορτή) διακλαδίζονται, σαν κλαδιά δέντρου, σε αγωγούς όλο και μικρότερους και διανέμονται σε όλα τα όργανα και σπλάχνα. Έτσι, μεγάλοι κλάδοι φτάνουν στο κεφάλι μέσω του λαιμού (καρωτίδες), στα δύο κάτω άκρα (μηρικές α.), στα εσωτερικά όργανα όπως οι βρόγχοι (βρογχικές α.), στα νεφρά (νεφρικές α.) κλπ. Η ονομασία των α. εξαρτάται γενικά είτε από τα όργανα στα οποία διανέμονται (ηπατική α., πνευμονική α.) είτε από τις περιοχές (ιγνυακή α.) είτε από τα τμήματα του σκελετού στις περιοχές του οποίου βρίσκονται (κερκιδική, ωλένιος κλπ.). Οι α. σε γενικές γραμμές βρίσκονται βαθιά και περνούν μέσα από τις κοιλότητες του σώματος ή ανάμεσα από τους μυς· σπανιότερα, όπως η μετωπική α., η βρεγματική α., η ινιακή α., περνούν μέσα από τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Τα αρτηριακά τοιχώματα αποτελούνται από τρεις στιβάδες: μια εσωτερική από συνδετικό και ελαστικό ιστό (έσω χιτώνας), πάνω στον οποίο βρίσκεται το ενδοθήλιο, μια μεσαία, που αποτελείται από μυϊκές ίνες (μέσος χιτώνας) και μια εξωτερική που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από συνδετικό ιστό (έξω χιτώνας). Οι παθήσεις που προσβάλλουν τις α. εντοπίζονται σε μία ή περισσότερες στιβάδες του τοιχώματος: η αρτηριοσκλήρωση (βλ. λ.) προσβάλλει την εσωτερικότερη στιβάδα, δηλαδή τον έσω χιτώνα. Εξαιτίας των παθολογικών εξεργασιών οι α. χάνουν την ελαστικότητά τους, επιμηκύνονται και γίνονται τελικά οφιοειδείς. Η θεραπευτική αγωγή των αρτηριακών παθήσεων έως πριν από λίγα χρόνια ήταν κυρίως συντηρητική (κατάλληλη δίαιτα, χορήγηση αγγειοδιασταλτικών και αντιπηκτικών φαρμάκων στην αρτηριοσκλήρωση). Σήμερα εφαρμόζεται ευρύτατα η χειρουργική των α. που συχνά δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση της διαβατότητας των αγγείων που έχουν αποφραχτεί με την αφαίρεση του εμβόλου ή του θρόμβου (θρόμβωση), αλλά αντικαταθιστά και ολόκληρα τμήματα των α. με μοσχεύματα που λαμβάνονται από τον ίδιο τον ασθενή ή με συνθετικές ύλες που συχνά δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα. αρτηριογραφία. Ακτινολογική απεικόνιση των α. που πραγματοποιείται με ένεση σε μια μεγάλη α., συνεπώς και στις διακλαδώσεις της, ακτινοσκιερών ουσιών, που συνήθως είναι ιωδιούχα σκευάσματα. Οι αρτηριογραφίες, δηλαδή οι ακτινογραφίες που γίνονται κατά την ένεση της ακτινοσκιερής ουσίας, χρησιμεύουν στην ανίχνευση των παθολογικών αλλοιώσεων των α., όπως είναι οι ανωμαλίες του τοιχώματος που οφείλονται σε αρτηριοσκλήρωση, η απόφραξη από θρόμβωση, η διεύρυνση ανευρύσματος, η συμπίεση από όγκους. Η αρτηριογραφία μπορεί πρακτικά να γίνει σε οποιαδήποτε αρτηριακή περιοχή και αποτελεί εξαιρετικά χρήσιμο διαγνωστικό μέσο, πρακτικά ακίνδυνο. Φωτογραφία αρτηριογραφίας. Δομή μιας αρτηρίας μέσης διαμέτρου: 1) έσω χειτώνας 2) μέσος ή μυϊκός χιτώνας 3) έξω χιτώνας 4) μικρά αιμοφόρα αγγεία (vasa vasorum) 5) έσω ελαστικό πέταλο 6) έξω ελαστικό πέταλο
* * *
η (AM ἀρτηρία)
όνομα των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν το αίμα από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς στους πνεύμονες και από την αριστερή κοιλία σε όλα τα μέρη του σώματος
νεοελλ.
μεγάλη συγκοινωνιακή οδός
αρχ.
1. η «τραχεία»
2. η αορτή
3. πληθ. ουρητήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *αερτηρ-ία, με συναίρεση. Η λ. αρτηρία, όπως και η σημασιολογικά παράλληλη αορτή, ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ)* «συνάπτω, συνδέω». Αποτελεί δηλ. μετονοματικό παράγωγο της λ. αρτήρ*, το οποίο ακολουθεί τον σχηματισμό των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών σε -ία. Η λ. αρτηρία ανήκει ειδικότερα στις λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος και οι οποίες συνιστούν μία ομάδα συγκεκριμένων ουσιαστικών με επίθημα -ία και ίη (πρβλ. καρδία, κοιλία, λευκανίη).
ΠΑΡ. αρτηριακός, αρχ. αρτηριώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρτηριοτομώ
νεοελλ.
αρτηριεκτοπία, αρτηριοποιώ, αρτηριοσκλήρωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρτηρία — ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc/acc dual ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηρίᾳ — ἀρτηρίαι , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτηρία — η 1. αιμοφόρο αγγείο με το οποίο το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά στα άλλα όργανα και μέλη του σώματος. 2. μεγάλος δρόμος για τη συγκοινωνία: Η συγκοινωνία της πόλης εξυπηρετείται από δύο κυρίως αρτηρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηπατική αρτηρία — Αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στο ήπαρ …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος …   Dictionary of Greek

  • ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά …   Dictionary of Greek

  • ἀρτηρίας — ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem acc pl ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηρίαι — ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηρίαν — ἀρτηρίᾱν , ἀρτηρία wind pipe fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηριῶν — ἀρτηρία wind pipe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”